Υποθέτω ότι ουδείς εναντιώνεται στη συνδρομή των τραπεζικών υπηρεσιών, αναφορικά με την προσπάθεια ελαχιστοποίησης των «μαύρων» συναλλαγών στην Οικονομία και της διαφάνειας των πληρωμών.
Μακάρι, είναι δε ευχή όλων, να «αποχωρήσει», με την φυσική του μορφή, το χρήμα από την αγορά, να αντικατασταθεί από τις νόμιμες πιστωτικές πρακτικές και να υφίσταται πάντα η δυνατότητα διασταύρωσης των κάθε είδους συναλλαγών. Ασφαλώς, αυτό σχετίζεται με τα αυτοελεγχόμενα τραπεζικά συστήματα διεκπεραίωσης των πράξεων εισπράξεων – πληρωμών, τα οποία «αδρανοποιούν» τον πάντα επιρρεπή σε παράνομες πράξεις ανθρώπινο παράγοντα και ελέγχουν ευθέως την συναλλαγή, μέσω της μεθόδου του «αμέσως υπεύθυνου».
Αυτό σημαίνει ότι ο ταμίας της τράπεζας στο «γκισέ», πρέπει να συμφωνήσει το σύνολο των ημερήσιων πράξεων που πέρασαν από αυτόν κατά την διάρκεια της ημέρας, με τον αμέσως προϊστάμενό του, ο οποίος με τη σειρά του θα αποδώσει λογαριασμό σε κάποιον άλλον, που και αυτός ελέγχεται από έναν άλλον διευθυντή και όλοι μαζί θα «δώσουν» λογαριασμό στον υπέρτατο Θεό, δηλαδή στο ηλεκτρονικό σύστημα, που δεν κάνει ποτέ λάθος.
Και δεν κάνει λάθος, γιατί είναι «ανόητο», προγραμματισμένο και μακριά από την εγκληματική φύση του ανθρώπινου μυαλού. Η τελική συμφωνία όλων των τραπεζικών πράξεων της ημέρας, θα επιτρέψει στους εμπλεκόμενους σε αυτές υπαλλήλους να αναχωρήσουν το απόγευμα για τα σπίτια τους (θυμηθείτε την αξέχαστη ταινία: «Μια ζωή την έχουμε…», με πρωταγωνιστή τον Δημήτρη Χορν, όπου περίτρανα αποδείχτηκε ότι έλλειμμα ή πλεόνασμα, σε τραπεζικό κατάστημα, θα πρέπει να έχει την εξήγησή του, σύμφωνα με θεμελιώδη αρχή της Λογικής).
Κάπως έτσι σκέφτηκε ο νομοθέτης στην προσπάθειά του να περιορίσει τις πλασματικές πληρωμές, διατυπώνοντας την πρόθεσή του αυτή, ως εξής: «κάθε είδους επιχειρηματική δαπάνη που αφορά σε αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας άνω των 500 ευρώ (σ.σ. δεν εκπίπτει από τα έσοδα των επιχειρήσεων), εφόσον η τμηματική ή ολική εξόφληση δεν έγινε με την χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής».
Ας δούμε τι ακριβώς θέλει να πει με την φράση αυτή ο νομοθέτης και πώς θα έπρεπε να ήταν η διατύπωση για να μην χρειαστεί (πάλι) στο επόμενο διάστημα να παρέμβει ο πρωθυπουργός της Χώρας (!) για να δώσει λύση, απλοποιώντας το αυτονόητο και, εξ αιτίας αυτού, ικανοποιώντας το «κοινό αίσθημα» (βλέπε την περίπτωση του κλειδάριθμου για τα ανήλικα τέκνα).
Καταρχάς, υποθέτουμε ότι στην έννοια της δαπάνης, όπως αναφέρεται στη διάταξη, περιλαμβάνεται, εκτός από τα έξοδα, τόσο η αγορά αποθεμάτων, όσο και η αγορά παγίων. Η δαπάνη, ως γνωστό, είναι ευρεία έννοια και ευθυγραμμίζεται με αυτήν της επιχειρηματικής επένδυσης, δηλαδή της αποδοτικής τοποθέτησης χρηματικών διαθεσίμων. Συνεπώς, εκτίμησή μας είναι ότι όπου «δαπάνη», σημαίνει κάθε αγορά αγαθών ή υπηρεσιών.
Δεύτερον. Στη χώρα έχουμε έναν έμμεσο φόρο, με τον οποίο μάλιστα επιδιώκουμε να καλύψουμε το μεγαλύτερο μέρος των δημοσίων εσόδων.
Πρόκειται για τον ΦΠΑ. Όπως όλοι γνωρίζουμε, ο φόρος αυτός, όταν αναφερόμαστε σε επιχειρήσεις – υπόχρεους συναλλαγών, διαχωρίζεται, κατά κανόνα, από το κόστος του αγοραζόμενου αγαθού ή της ληφθείσας υπηρεσίας (ΦΠΑ εισροών) και αφαιρείται από τον φόρο που θεωρείται ότι εισπράττει ο υπόχρεος, πραγματοποιώντας έσοδα (ΦΠΑ εκροών).
Όταν λοιπόν, γίνεται αναφορά σε επιχειρηματική δαπάνη, όπως είναι αυτή της παραπάνω διάταξης των 500 ευρώ, θα πρέπει να υπάρχει μέριμνα και για τον ΦΠΑ που μοιραία αναγράφεται στο τιμολόγιο. Το επίμαχο σημείο που θέλει να τονίσει ο νομοθέτης, κατά την γνώμη μου, είναι ότι αυτό που πρέπει να εξοφληθεί με τραπεζικό μέσο πληρωμής, προκειμένου να νομιμοποιείται η δαπάνη προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα, είναι το παραστατικό (δηλαδή το τιμολόγιο), το οποίο αφορά σε αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών. Όχι το ύψος της δαπάνης. Παράδειγμα: Τιμολόγιο τελικής αξίας 501 ευρώ, στην οποία εμπεριέχεται ΦΠΑ 23%, παραπέμπει σε καθαρή αξία δαπάνης 407,32 ευρώ (501,00 / 1,23). Συνεπώς, σύμφωνα με την γραμματική ερμηνεία της σχολιαζόμενης διάταξης, αυτή η δαπάνη εκπίπτει από τα έσοδα, έστω και αν το παραστατικό εξοφληθεί μετρητοίς, αφού είναι μικρότερη των 500 ευρώ (!). Αναλόγως, μπορεί να έχουμε παραδείγματα παραστατικών με υπολογιζόμενο ΦΠΑ 13%, ή 6,5% κ.λπ. Επομένως, καταλήγουμε ότι αυτό που ενδιαφέρει δεν πρέπει να είναι το ύψος της δαπάνης, αλλά η τελική αξία του παραστατικού, το οποίο θα πρέπει να εξοφλείται με την χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής, αν αυτή είναι μεγαλύτερη των 500 ευρώ. Αναμένουμε σχετική διευκρίνιση.
Περαιτέρω, τι ακριβώς σημαίνει η τελευταία αποστροφή της διάταξης: «…με την χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής»;
Δηλαδή, αν υποθέσουμε ότι διευθετείται και τελικά εξοφλείται μια δαπάνη (πχ αγορά εμπορευμάτων), με υπογραφή συναλλαγματικών ή με έκδοση γραμματίων σε διαταγή, τα οποία δεν «πέρασαν» από το τραπεζικό σύστημα, δεν θα νομιμοποιηθεί η ένταξη της δαπάνης στο επιχειρηματικό κόστος;
Η φράση «τραπεζικό μέσο πληρωμής» σημαίνει αποκλειστικά την επιταγή, τον «γκισέ», ή το e-banking; Τι ακριβώς ισχύει για τους συμψηφισμούς μεταξύ των υπόχρεων συναλλαγών, αν δηλαδή οι συμβαλλόμενοι έχουν ταυτόχρονα την ιδιότητα του πελάτη και του προμηθευτή;
Κατά την γνώμη μου, η σχετική διάταξη, επειδή όλοι αντιλαμβανόμαστε τον σκοπό της, θα έπρεπε να είχε διατυπωθεί ως εξής:
«κάθε είδους επιχειρηματική δαπάνη που αφορά σε αγορά αγαθών, αποθεμάτων ή παγίων, ή λήψη υπηρεσιών, τελικής αξίας παραστατικού άνω των 500 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ ή και λοιπών επιβαρύνσεων, δεν θα εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης, εφόσον η τμηματική ή ολική εξόφλησή του, δεν έγινε με την χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής, ή άλλου χρηματοπιστωτικού μέσου, αποκλειομένης της εξόφλησης μετρητοίς».
Ήταν τόσο δύσκολο; Γιατί να περιμένουμε, κάθε φορά την ερμηνευτική;
Νίκος Σγουρινάκης
Πηγή www.epixeirish.gr