Έμελλε να το ακούσουμε και αυτό!
Οι φορολογικές δηλώσεις που περιλαμβάνουν στους κωδικούς 667 – 668 του Πίνακα Δ1 (Μερίσματα-Τόκοι-Δικαιώματα) ποσά τόκων ίσα ή μεγαλύτερα των 300 ευρώ, θα «αποστείλουν» μήνυμα ότι «εδώ λεφτά υπάρχουν» και ακολούθως θα στερήσουν την μείωση κατά 50% ή κατά 100% της επιβάρυνσης από τον ΕΝΦΙΑ, εφόσον ο ως άνω υπόχρεος και «εποχούμενος εισοδηματίας» των 300 ή 600 ευρώ, αντιστοίχως, συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις για αυτή την ελάφρυνση.
Ωστόσο, η τελευταία πληροφόρηση που έχουμε από τον Τύπο (26/7/2016), αναφέρει ότι καταγράφεται αναδίπλωση της κυβέρνησης, ως προς το παραπάνω θέμα και έτσι δεν χάνουν την απαλλαγή άνεργοι, πολύτεκνοι και άτομα με αναπηρία άνω του 80%, ανεξαρτήτως του ύψους των τόκων που τυχόν δηλώνουν στην φορολογική τους δήλωση.
Παρόλα αυτά και με το δεδομένο ότι, εξ αιτίας αυτού του θορύβου, φαίνεται ότι «ανακαλύφθηκε» μια νέα ιδιότυπη επιχειρηματολογία για την διαφορετική μέτρηση της φοροδοτικής ικανότητας του πολίτη, ήτοι, ως προς το ποσό των τόκων που αναγράφονται στην φορολογική του δήλωση, καταθέτω την άποψή μου επί του συγκεκριμένου θέματος και ελπίζω να εγκαταλειφθεί στο μέλλον παρόμοια σκέψη «μεταφοράς» των καταθέσεων από τους πολίτες στο κράτος, μέσω της πληρωμής φόρων.
Είναι άξιον απορίας το γεγονός, ότι οι αρμόδιοι του φορολογικού σχεδιασμού της χώρας μας, αναζητούν κάθε δυνατό τρόπο, ώστε να φορολογηθεί στην πηγή του οποιοδήποτε εισόδημα ή περιουσία ή καταναλωτική δαπάνη, στην εμφανή πλέον προσπάθεια να αποφύγουν περιορισμό ή κατάργηση μέρους, ενός άχρηστου και αντιπαραγωγικού δημόσιου τομέα, χωρίς να αξιολογούνται αναλόγως, παράπλευρες αρνητικές συνέπειες στην οικονομία, από αυτήν την υπερφορολόγηση.
Τα ποσά των τόκων ως γνωστό περιλαμβάνονται στην φορολογική δήλωση και γιατί ασφαλώς μπορούν εν δυνάμει, αφού προστεθούν στα λοιπά εισοδήματα να καλύψουν αντικειμενικές δαπάνες – τεκμήρια (ή δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων), αλλά κυρίως, γιατί θα συμπεριληφθούν στο συνολικό φορολογητέο εισόδημα για τον υπολογισμό της περιβόητης Ειδικής Εισφοράς Αλληλεγγύης (ΕΕΑ)[1].
Μάλιστα δε, για τον υπολογισμό της ΕΕΑ, λαμβάνεται υπόψη το μικτό ποσό των τόκων, δηλαδή πριν την αφαίρεση του ποσού του φόρου της αυτοτελούς φορολόγησης (15%). Δηλαδή ένα ποσό 300 ευρώ τόκων, αφού ήδη έχει μειωθεί κατά 45 ευρώ, ενδέχεται να μειωθεί κατά περίπτωση, από 0,7% μέχρι 8%, περαιτέρω λόγω της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης (ΕΕΑ)[2].
Ας δούμε λοιπόν πώς σκέφτηκαν οι «σοφοί» που σχεδιάζουν τους τρόπους συγκέντρωσης των φορολογικών εσόδων της χώρας, ασχέτως αν το «πήραν πίσω» για λόγους πολιτικού κόστους.
Αρχικώς, το θέμα της μείωσης ή απαλλαγής από τον ΕΝΦΙΑ, συνδέεται με την σαφή αναφορά στον νόμο: «….αν διαπιστώνεται οικονομική αδυναμία πληρωμής της συνολικής οφειλής για το οικείο έτος». Άρα, αδυναμία πληρωμής οφειλής, εκτιμάται ότι δεν υφίσταται, εφόσον με κάποιον τρόπο αποδειχθεί ότι ο υπόχρεος διαθέτει περιουσία, χρήματα, καταθέσεις. Ωστόσο, ο νομοθέτης του ΕΝΦΙΑ (Ν 4223/2013), έχει ορίσει τα κριτήρια της «οικονομικής αδυναμίας καταβολής της οφειλής». Στα κριτήρια δεν περιλαμβάνονται οι καταθέσεις.
Ένα ποσό τόκων προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του κεφαλαίου επί ενός επιτοκίου (συνήθως ετησίου), συναρτήσει της χρονικής περιόδου, κατά την οποία δεσμεύεται το κατατεθειμένο κεφάλαιο. Σύμφωνα με τα ισχύοντα στην Οικονομία και με το δεδομένο ότι ο επίσημος πληθωρισμός είναι μηδενικός (ή και με αρνητικό πρόσημο, -0,9% ήταν τον περασμένο Μάιο[3]), τα επιτόκια καταθέσεων διαμορφώνονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, σε βαθμό που οι πολίτες να προτιμούν άλλες μορφές φύλαξης (π.χ. «στο στρώμα»), ώστε να μην εμποδίζονται την εποχή αυτή και από τους κεφαλαιακούς περιορισμούς (C.C.). Αυτό, ασφαλώς και παρεμπιπτόντως, δεν σημαίνει απαραιτήτως και μείωση των επιτοκίων πιστώσεων και χορηγήσεων, τα οποία βρίσκονται σε δυσαναλόγως υψηλά επίπεδα, τόσο για τα υφιστάμενα επιχειρηματικά δάνεια, όσο και για τις καταναλωτικές «διευκολύνσεις» των πολιτών, για αγορές μέσω πιστωτικών καρτών. Τέλος πάντων, άλλο θέμα…
Σε κάθε περίπτωση, το ύψος των καταθέσεων του πολίτη γίνεται «γνωστό» τοις πάσι (ακόμη και στον λογιστή του), αφού οι τράπεζες, με εντολή της πολιτείας, αποστέλλουν τους λογαριασμούς στην φορολογική δήλωση (σύνδεση με τον ΑΦΜ) με απλή αναφορά στα ποσά των τόκων (και του φόρου), για κάθε δικαιούχο ή συνδικαιούχο αυτού. Ο κύριος του λογαριασμού (πρώτο όνομα) μαζί με τους συνδικαιούχους, θα αποφασίσουν, υπό μία έννοια, ποιος θα αναγράψει το ποσό των τόκων και σε ποιο ύψος, με βάση ορισμένα κριτήρια, τα οποία σε κάθε περίπτωση μπορεί να ελέγξει η φορολογούσα αρχή. Με λίγα λόγια, στις περιπτώσεις κοινών τραπεζικών λογαριασμών σε τράπεζες στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό υπάρχει υποχρέωση δήλωσης των ποσών των τόκων καταθέσεων που αναλογούν στους πραγματικούς δικαιούχους. Περαιτέρω, οι πραγματικοί δικαιούχοι καθορίζονται με βάση τις πραγματικές περιστάσεις, δηλαδή σε ποιον από τους συνδικαιούχους ανήκουν εν τοις πράγμασι, οι αποταμιεύσεις. Για παράδειγμα, ο τυχόν επιμερισμός του ποσού των τόκων μεταξύ δικαιούχου (κύριος) και συνδικαιούχων, θα πρέπει να γίνει με κριτήριο τα πραγματικά τους εισοδήματα και την εν δυνάμει αποταμίευση μέρους αυτών.
Αν επομένως υποθέσουμε ότι ένα μέσο επιτόκιο καταθέσεων (επιτόκιο = i) είναι της τάξης του 0,50% και ο αντίστοιχος προκύψας για ένα έτος τόκος (τόκος = I) είναι 300 ευρώ, αναζητούμε το κεφάλαιο (Κ): Κ = I / i = 300,00 / 0,005 = 60.000,00 ευρώ. Ωστόσο και χαμηλότερο να είναι το επιτόκιο (0,30% ή 0,40%), προφανώς το ποσό των 300 ευρώ από τόκους προκύπτει από καταθέσεις 30.000, 40.000 ή 50.000 ευρώ, ποσά τα οποία κατά την άποψη των ιθυνόντων, δεν φέρουν αντιμέτωπο τον πολίτη με «οικονομική αδυναμία πληρωμής». Η γνώμη μου είναι, ότι πρόκειται για ποσά, στα οποία θέλουν να επέμβουν (κοινώς: «να βάλουν χέρι»), οι επιτήδειοι της φορολογικής μας πολιτικής, αφού σχεδιάζουν ότι η όποια οικονομική αδυναμία πληρωμής του φορολογούμενου από τα τρέχοντα εισοδήματά του, καλύπτεται από τα ποσά των καταθέσεων που διαθέτει και οι φόροι θα πληρωθούν μέσω της ανάληψής τους.
Αντί λοιπόν να ενισχυθεί με κάποιον τρόπο η αποταμιευτική τάση, ώστε να επανακάμψουν ή έστω να παραμείνουν οι καταθέσεις στις τράπεζες και έτσι να ενισχυθεί η ρευστότητά τους, ο πολίτης αναγκάζεται να αποσύρει (στον βαθμό που του επιτρέπουν οι περιορισμοί) τις όποιες αποταμιεύσεις του, με κατεύθυνση προς την εξόφληση των φορολογικών του υποχρεώσεων. Αυτό δε, είναι σε ένα σημαντικό βαθμό, μια αναγκαία συμπεριφορά του νομοταγούς πολίτη, ο οποίος επιθυμεί, να είναι εντάξει και συνεπής με τις υποχρεώσεις του προς το κράτος, ωστόσο, βρίσκεται μπροστά σε ένα δίλημμα, αφού θέλει και να αισθάνεται μια σιγουριά, μια ασφάλεια, ούτως ειπείν, μέσω των αποταμιεύσεών του.
Καταγράφεται επομένως, στις θετικές κινήσεις το γεγονός ότι δεν θα ισχύσει η αρχική σκέψη και δεν θα νομοθετηθεί η κατάργηση των απαλλαγών ΕΝΦΙΑ, σε όσους τις δικαιούνται, εφόσον τυχαίνει να έχουν καταθέσεις. Η φοροδοτική ικανότητα του φορολογούμενου πρέπει να σχετίζεται με τα εισοδήματά του, σε πρώτο στάδιο και εν συνεχεία, σε επίπεδο περιουσίας (ακίνητα, δικαιώματα επί ακινήτων, μετοχικοί τίτλοι, ομολογίες, καταθέσεις), μόνο όταν αυτή μεταβιβάζεται σε άλλα πρόσωπα.
Εν τέλει, κάποτε πρέπει να αντιληφθούμε ότι με φόρο επιβαρύνεται το εισόδημα και το κεφάλαιο, κατά την μεταβίβασή του…
Επιμέλεια :
Νίκος Σγουρινάκης, λογιστής Φοροτεχνικός
[1] Η θέση μας, ακόμη και την εποχή (πριν το 2010) που το Υπουργείο Οικονομικών «αδιαφορούσε» για τα αυτοτελώς φορολογούμενα ή απαλλασσόμενα της φορολογίας εισοδήματα και δεν απαιτούσε την αναγραφή τους στην φορολογική δήλωση, ή τ α ν ότι ο υπόχρεος πρέπει να εμφανίζει το σύνολο των εισοδημάτων του στην δήλωση, ασχέτως της φορολογητέας διαδικασίας κατά την εκκαθάρισή τους, ώστε να σχηματίζεται η εισοδηματική του κατάσταση, σε κάθε περίπτωση. Η υποχρεωτική αναγραφή των εισοδημάτων αυτών (μεταξύ τους και οι τόκοι) επιβλήθηκε όταν ο τότε φορολογικός νομοθέτης απεφάσισε ότι και επί αυτών των εισοδημάτων θα υπολογιζόταν η ΕΕΑ (Ν 3986/2011).
[2] Ισχύει για το φορολογικό έτος 2015. Ως γνωστό από το φορολογικό έτος 2016, καθιερώνεται ειδική κλίμακα για την ΕΕΑ, η οποία με αυτόν τον τρόπο «εγκαθίσταται» ως δεύτερη φορολογία, ανεξάρτητη από τον φόρο εισοδήματος.
[3] Ο αποπληθωρισμός (αρνητικός πληθωρισμός), δυστυχώς καλά κρατεί στην ελληνική οικονομία επί σχεδόν τρία χρόνια. Η συνεχής πτώση των τιμών εκτιμήθηκε, αρχικά, ως θετική παράμετρος και ότι θα φέρει αύξηση του πραγματικού εισοδήματος των πολιτών, αλλά και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Ατυχώς ωστόσο, εξελίσσεται σε έναν φαύλο κύκλο ύφεσης και υψηλής ανεργίας.