Τέλος εποχής και για την διαδικασία υπολογισμού του ποσού για τον σχηματισμό πρόβλεψης επισφαλών απαιτήσεων, όπως είχε καθιερωθεί με τον Ν 2065/1992 και αναμορφωθεί με τον Ν 3296/2004, με ένα μικρό «διάλειμμα» του Ν 3091/2002. Ο υπολογισμός του ποσού της πρόβλεψης δεν θα γίνεται πλέον με πολλαπλασιασμό του κύκλου εργασιών προς άλλους επιτηδευματίες (υπόχρεους συναλλαγών), επί το ποσοστό 0,5% ή 1%, κατά περίπτωση και σύμφωνα με τους περιορισμούς που είχαν τεθεί (πωλήσεις προς το Δημόσιο κ.λπ.).Από 1/1/2014, τα ποσά των προβλέψεων για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων και οι διαγραφές αυτών, θα εκπίπτουν για φορολογικούς σκοπούς, ως εξής (άρθρο 26 Ν 3172/2013):
(α) Για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις μέχρι του ποσού των 1.000 ευρώ που δεν έχουν εισπραχθεί για διάστημα άνω των 12 μηνών, ο φορολογούμενος θα μπορεί να σχηματίσει πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων σε ποσοστό 100% της απαίτησης αυτής, εφόσον έχουν αναληφθεί οι κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξής της.
(β) Για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις άνω του ποσού των 1.000 ευρώ που δεν έχουν εισπραχθεί για διάστημα άνω των 12 μηνών, ο φορολογούμενος ομοίως, θα μπορεί να σχηματίσει πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων, εφόσον έχουν αναληφθεί οι κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης της απαίτησης αυτής, σύμφωνα με την παρακάτω κλίμακα:
1. Χρόνος υπερημερίας μεγαλύτερος των 12 μηνών, ποσοστό…….50%
2. Χρόνος υπερημερίας μεγαλύτερος των 18 μηνών, ποσοστό…….75%
3. Χρόνος υπερημερίας μεγαλύτερος των 24 μηνών, ποσοστό……100%
Σε μια προσπάθεια να ερμηνεύσουμε την πρόθεση του νομοθέτη, διακρίνουμε το στοιχείο της δέσμευσης, ότι σε κάθε περίπτωση σχηματισμού προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις, θα πρέπει η επιχείρηση προηγουμένως, να έχει προβεί στις κατάλληλες ενέργειες για την διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης του ποσού της απαίτησης. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ακόμη και για «μικροποσά» ανείσπρακτων απαιτήσεων, μέχρι 1.000 ευρώ, καθίσταται απαραίτητη προϋπόθεση, κατ ελάχιστον, η έκδοση διαταγής πληρωμής κατά του οφειλέτη, ώστε να είναι επιτρεπτός ο σχηματισμός της πρόβλεψης. Αυτό, ασφαλώς συνεπάγεται πρόσθετα έξοδα για την επιχείρηση και επιπλέον, αν δεν τελεσφορήσει η ενέργεια αυτή (αν δηλαδή ο πελάτης δεν «θέλει», ή δεν μπορεί πραγματικά, να εξοφλήσει), θα ακολουθήσουν και άλλα έξοδα για την αμοιβή του δικαστικού επιμελητή, οποίος θα αναλάβει την διαδικασία κατασχέσεων κ.λπ.
Παράδειγμα: Ας υποθέσουμε ότι απαιτείται ποσό συναλλαγής με πελάτη, ύψους 950 ευρώ. Καταγράφεται καθυστέρηση εξόφλησης του ποσού (καθίσταται ληξιπρόθεσμο), ενώ έχουν εξαντληθεί τα όρια επικοινωνίας των συμβαλλομένων για την είσπραξη της απαίτησης (τηλεφωνήματα, επικλήσεις κ.λπ.). Η επιχείρηση – προμηθευτής έχει την επιλογή – μονόδρομο: Ανάθεση σε δικηγόρο (ή σε εταιρεία νομικής προστασίας) την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά του πελάτη της. Εφόσον συμβεί αυτό και με την υπόθεση ότι το χρονικό διάστημα από την έκδοση του τιμολογίου της αρχικής συναλλαγής υπερβαίνει τους 12 μήνες, μπορεί να σχηματίσει πρόβλεψη για την απόσβεση του ποσού της απαίτησης. Προφανώς, δεν υπάρχει περιορισμός στο θέμα της τήρησης βιβλίων, δηλαδή μπορεί να σχηματίζεται η πρόβλεψη, ασχέτως αν τηρούνται απλογραφικά ή διπλογραφικά βιβλία. Συνεπώς, η επιχείρηση διαγράφει την απαίτηση, μεταφέροντας το σχετικό ποσό σε ζημιές, έχοντας όμως ήδη επιβαρυνθεί με τα έξοδα διεκδίκησης, αφού τίθεται ως απαραίτητη προϋπόθεση, «να έχουν αναληφθεί οι κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξής της».
Υπενθυμίζουμε ότι με το καθεστώς του άρθρου 31 (παρ. 1, περ. θ’) του Ν 2238/1994, όπως ισχύει μέχρι 31/12/2013, η επιχείρηση μπορούσε να διαγράψει τέτοια μικροποσά (μέχρι 1.000 ευρώ), μέσα από την σχηματισμένη πρόβλεψη, χωρίς να έπρεπε να έχει ασκήσει ένδικα μέσα. Μάλιστα, μπορούσε να διαγράψει και μεγαλύτερα ποσά, εφόσον βέβαια υπήρχε υπόλοιπο στον λογαριασμό 44.11.00 «Προβλέψεις για απόσβεση επισφαλών πελατών», με την υποχρέωση ότι έπρεπε να γνωστοποιήσει στον πελάτη της αυτή την διαγραφή (με επιστολή και αξιόπιστη διαδικασία).
Κατά την γνώμη μας, το νέο σύστημα δεν είναι σε σωστή κατεύθυνση και δεν θα βοηθήσει στη λύση του δύσκολου προβλήματος των επισφαλειών. Οι επιχειρήσεις θα αποφεύγουν να καταφεύγουν στην διαδικασία της έκδοσης διαταγής πληρωμής για τέτοιου μικρού μεγέθους απαιτήσεις, με αποτέλεσμα και οι κακοπληρωτές – πελάτες να εκμεταλλεύονται αυτή την «αδυναμία» και να γίνονται περισσότερο ασυνεπείς. Οι ζημιές από την μη είσπραξη των απαιτήσεων αυτών θα έχουν διπλή αρνητική επίπτωση για την επιχείρηση που δεν θα έχει ενεργήσει τις κατάλληλες κινήσεις για την διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξής τους: Αφενός μεν, θα συνιστούν λογιστική ζημιά, αφετέρου δε, θα επιβαρύνονται και με φόρο, αφού δεν θα αναγνωρίζονται φορολογικά και θα πρέπει να αναμορφώνονται, μιας και δεν θα έχουν ασκηθεί ένδικα μέσα…
Πηγή: Νίκος Σγουρινάκης Λογιστής – Φοροτεχνικός