Όπως πολλές φορές έχουμε επισημάνει και εμείς και πολλοί έγκριτοι συνάδελφοι, αν κάτι χαρακτηρίζει το νέο κώδικα φορολογίας εισοδήματος (Ν 4172/2013) είναι η αοριστία και η ασάφεια αρκετών από τις διατάξεις του, γεγονός που καθιστά δύσκολη έως αδύνατη σε αρκετά σημεία την οποιαδήποτε ερμηνευτική προσέγγιση. Αυτό άλλωστε το γεγονός έχει ως συνέπεια τις αλλεπάλληλες αλλαγές που ακολούθησαν την ψήφισή του, αλλά και την καθυστέρηση στην έκδοση των απαραίτητων ερμηνευτικών εγκυκλίων.
Ωστόσο μέσα στο νόμο υπάρχουν και διατάξεις που μοιάζουν να είναι σαφείς. Μία από αυτές είναι και αυτή της περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 62 η οποία αναφέρει:
«1. Οι ακόλουθες πληρωμές υπόκειται σε παρακράτηση φόρου:
δ) αμοιβές για τεχνικές υπηρεσίες, αμοιβές διοίκησης, αμοιβές για συμβουλευτικές υπηρεσίες και άλλες αμοιβές για παρόμοιες υπηρεσίες, ανεξαρτήτως εάν έχουν παρασχεθεί στην Ελλάδα, όταν ο λήπτης της αμοιβής είναι φυσικό πρόσωπο…».
Το ποιες ακριβώς είναι οι υπηρεσίες που αναφέρονται και ειδικά το «άλλες αμοιβές για παρόμοιες υπηρεσίες» είναι κάτι που απλώς το αφήνουμε ασχολίαστο επί του παρόντος μια και έχουν γραφτεί πολλά για αυτό. Αυτό που μας ενδιαφέρει σε αυτό το σημείο είναι το εδάφιο εκείνο που αναφέρει: «ανεξαρτήτως εάν έχουν παρασχεθεί στην Ελλάδα».
Επειδή όμως το εδάφιο αυτό αναφέρεται σε φυσικά πρόσωπα πιο κάτω στην παρ. 3 αναφέρεται πως: «κάθενομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που δεν έχει τη φορολογική κατοικία του στην Ελλάδα και λαμβάνει αμοιβές για τεχνικές υπηρεσίες, αμοιβές διοίκησης, αμοιβές για συμβουλευτικές υπηρεσίες ή και αμοιβές για παρόμοιες υπηρεσίες υπόκειται σε παρακράτηση φόρου». Εδώ δεν επαναλαμβάνεται η φράση ανεξαρτήτως εάν έχουν παρασχεθεί στην Ελλάδα. Ωστόσο η συνέχεια της φράσης σύμφωνα με την οποία: «το ως άνω νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα ή το φυσικό πρόσωπο που ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα μπορεί να επιλέξει να φορολογηθεί για το εισόδημα από δικαιώματα και τις αμοιβές για τεχνικές υπηρεσίες, αμοιβές διοίκησης, αμοιβές για συμβουλευτικές ή παρόμοιες υπηρεσίες σύμφωνα με το καθεστώς που ισχύει για τους φορολογικούς κατοίκους που λαμβάνουν τέτοιες αμοιβές και να πιστώσει τον παρακρατηθέντα φόρο έναντι του οφειλόμενου φόρου εισοδήματος» καθιστά σχετικά σαφές το πλαίσιο σύμφωνα με το οποίο μία αλλοδαπή επιχείρηση που παρέχει κάποια υπηρεσία σε κάποιο φορέα παρακράτησης φόρου, θα υποστεί την παρακράτηση φόρου και θα έχει τη δυνατότητα: είτε να υποβάλλει δήλωση στην Ελλάδα με την οποία δήλωση δεν χάνει το παρακρατηθέντα φόρο, είτε ανάλογα με την χώρα προέλευσης πιθανότατα θα έχει τη δυνατότητα πίστωσης του φόρου που κατέβαλλε στην Ελλάδα, στη χώρα της.
Πουθενά δεν γίνεται αναφορά σε μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, ούτε σε παροχή υπηρεσίας στην Ελλάδα, πράγμα που σημαίνει ότι η εν λόγω διάταξη έχει γενική ισχύ.
Όλα αυτά σωστά μέχρι που ήρθε η ΠΟΛ.1120/25.04.2014 που βλέπει το θέμα από μία άλλη οπτική γωνία.
Σύμφωνα με αυτή αφού σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις οι αλλοδαποί φορολογούνται στην Ελλάδα μόνο για το εισόδημα που αποκτούν σε αυτή (άρθρο 3), πρέπει να εξεταστεί εάν το εισόδημα αποκτάται στην Ελλάδα. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιείται η παρ.1 του άρθρου 5 η οποία πράγματι ορίζει ότι:
«Εισόδημα που προκύπτει στην ημεδαπή είναι κάθε εισόδημα πηγής Ελλάδας και ιδίως:
….
γ) το εισόδημα από υπηρεσίες διοίκησης, συμβουλευτικές και τεχνικές που παρέχονται στην ημεδαπή, μέσω μόνιμης εγκατάστασης…».
Με βάση αυτό το σκεπτικό λοιπόν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν ισχύει η υποχρέωση παρακράτησης φόρου για τις αλλοδαπές επιχειρήσεις που προσφέρουν τις αναφερόμενες υπηρεσίες σε Ελληνικές επιχειρήσεις, εάν δεν έχουν μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα.
Το ερώτημα που εύλογα δημιουργείται είναι πως εάν ήταν αυτή η πρόθεση του νομοθέτη για ποιο λόγο δίνει τη δυνατότητα υποβολής φορολογικής δήλωσης των επιχειρήσεων αυτών στην Ελλάδα, αφού εάν αφορά μόνο τις μόνιμες εγκαταστάσεις αυτές υποβάλλουν έτσι και αλλιώς δήλωση; Εν όψει του αδιεξόδου επελέγη το εξής μνημειώδες: «επομένως, το υπόψη εδάφιο της παρ. 3, ως προς την επιλογή φορολόγησης των προσώπων αυτών,καθίσταται ανενεργό».
Προφανώς η πρόθεση του Υπ. Οικ. και η τελική απόφαση είναι να μην παρακρατείται φόρος στις υπηρεσίες που παρέχουν ξένες επιχειρήσεις σε αντίστοιχες Ελληνικές, αφού κάτι τέτοιο επί της ουσίας σημαίνει αύξηση φορολογικών εσόδων για την Ελλάδα και αντίστοιχη μείωση για τις χώρες στις οποίες είναι εγκατεστημένες οι επιχειρήσεις αυτές. Για παράδειγμα ο φόρος 100 € που θα παρακρατηθεί στην Ελλάδα από μία Γερμανική επιχείρηση, θα πιστωθεί από το φόρο που η επιχείρηση αυτή θα καταβάλλει στη Γερμανία. Αντίθετα εάν δεν παρακρατηθεί φόρος το ποσό αυτό των 100 € θα πάει στο Γερμανικό δημόσιο αντί για το Ελληνικό. Έτσι εφόσον, πιθανόν υπό την πίεση της τρόικα, επελέγη αυτή η λύση βρέθηκε κουτσά στραβά και η «τεκμηρίωση» στο νόμο. Εάν, όμως, κατά αυτό τον τρόπο ερμηνεύεται αυτό που φαινόταν σαφές, φοβόμαστε για το πώς θα ερμηνευτούν τα ασαφή σημεία του νόμου. Ειδικά όταν και εάν ακόμα κάτι δεν μας κολλάει το κηρύσσουμε ανενεργό και ησυχάζουμε.
Επιμέλεια : Bαγγέλης Μιχελινάκης, Λογιστής – Φοροτεχνικός
Πηγή : www.epixeirisi.gr